- ευτράπελος
- η , ο [ος , ον ]1) тонкий, остроумный; 2) забавный, смешной;
ευτράπελα διηγήματα — смешные рассказы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ευτράπελα διηγήματα — смешные рассказы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εὐτράπελος — easily turning masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευτράπελος — η, ο (ΑΜ εὐτράπελος, ον Μ και εὐτράπηλος, ον) 1. (για πρόσ.) αυτός που αστειεύεται χαριτωμένα, με ευφυΐα, ο πνευματώδης, ο χαριτολόγος 2. γελοίος (α. «εὐτράπελόν ἐστι» β. «αυτά που λες είναι ευτράπελα») νεοελλ. 1. (για λόγο, ενέργεια ή κατάσταση) … Dictionary of Greek
ευτράπελος — η, ο αστείος, πνευματώδης, χαριτολόγος: Τα ευτράπελα της παρέας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐτραπέλως — εὐτράπελος easily turning adverbial εὐτράπελος easily turning masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτράπελον — εὐτράπελος easily turning masc/fem acc sg εὐτράπελος easily turning neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτραπελώτατος — εὐτράπελος easily turning masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτραπέλοις — εὐτράπελος easily turning masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτραπέλοισι — εὐτράπελος easily turning masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτραπέλου — εὐτράπελος easily turning masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτραπέλους — εὐτράπελος easily turning masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτραπέλων — εὐτράπελος easily turning masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)